- κουρελού
- ηβλ. κουρελής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρελής — ο θηλ. κουρελού 1. αυτός που φορεί κουρέλια. 2. το θηλ., κουρελού ως ουσ., τάπητας μικρής αξίας: Κοιμηθήκανε πάνω σε μια κουρελού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρελής — ο, θηλ. κουρελού 1. αυτός που φορά κουρελιασμένα ρούχα, κουρελιάρης, ρακένδυτος 2. το θηλ. η κουρελού χαλί ή κλινοσκέπασμα από κατάλληλα υφασμένα και ραμμένα μεταξύ τους κουρέλια ή αποκόμματα υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + κατάλ. λής (<… … Dictionary of Greek
ρουμπού — η, Ν 1. στρωσίδι καμωμένο με ρουμπιά, με κουρέλια, κουρελού 2. (υβριστικά) ανυπόληπτη ή ακατάστατη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμπί (ΙΙ) + κατάλ. ού (πρβλ. κουρελ ού)] … Dictionary of Greek
τσόλι — τσόλι, το και τσούλι, το (λ. τουρκ.) 1. στρωσίδι από παλιό, φτηνό ή φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. 2. ρούχο από τέτοιο ύφασμα. 3. κουρέλι, ράκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)